- ανάμεσο
- και αναμεσό επίρρ.ανάμεσα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάμεσα — και αναμεσά και ανάμεσο και αναμεσό(ν) επίρρ. 1. τοπ. α) μεταξύ, στο μεταξύ β) στο μέσον, διά μέσου 2. χρον. κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, στο μεταξύ διάστημα 3. (για πρόσωπα ή πράγματα) στις μεταξύ τους σχέσεις 4. φρ. «ανάμεσα στ άλλα», εκτός από τα … Dictionary of Greek
ανάμεσος — η, ο (Α ἀνάμεσος, ον) αυτός που βρίσκεται ανάμεσα, στο ενδιάμεσο, στο μέσο νεοελλ. επίρρ. ανάμεσα και ανάμεσο (βλ. ανάμεσα) αρχ. (για πόλεις) αυτή που βρίσκεται στο μέσον, στο κέντρο μιας χώρας, στην ενδοχώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μέσος. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek